- ναυτίς
- ναυτίς, ίδος, ἡ, fem. ofA
ναύτης, γυναῖκες Theopomp.Com.79
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναύτης, γυναῖκες Theopomp.Com.79
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναυτίς — ναυτίς, ίδος και ναῡτις, ιδος, ἡ (Α) θηλ. τού ναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + επίθημα ίς (πρβλ. μετρητ ίς)] … Dictionary of Greek
ναυτίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτίδας — ναυτίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύτης — ο (ΑΜ ναύτης, Α θηλ. ναύτρια, Μ και νάπτης) αυτός που ταξιδεύει με πλοίο και εργάζεται σε αυτό αποτελώντας μέλος τού πληρώματός του, σε αντιδιαστολή με τους βαθμοφόρους, και εκτελεί, κυρίως, ναυτικές εργασίες («διὰ τὴν τῶν κυβερνητῶν και ναυτῶν… … Dictionary of Greek